|
Το Δοξαστάριο του Ιακώβου πρωτοψάλτου είναι από τα πιο σημαντικά μουσικά βιβλία του τέλους του 18ου αι. και όλης γενικά της Τουρκοκρατίας. Η μελοποίησή του στηρίζεται ουσιαστικά στην ασματική παράδοση του Στιχηραρίου του Γερμανού Νέων Πατρών. Μέσα στο γενικότερο ανανεωτικό κλίμα της εποχής (1770-1820), τη ριζοσπαστική δράση του Πέτρου Πελοποννησίου, τη μεγάλη χορεία καινοτόμων μελοποιών και μεταρρυθμιστών της μουσικής γραφής (με κατάληξη τη μεταρρύθμιση του 1814 και την έκδοση του πρώτου μουσικού εντύπου το 1820) και, γενικότερα, την καθόλου ορμή προς τα εμπρός του Νέου ελληνισμού, το Δοξαστάριο του Ιακώβου στέκεται στους αντίποδες της αναγεννητικής αυτής πνοής, χωρίς ωστόσο να παραμένει στην ουσία ανεπηρέαστο.
Μέσα στην καθολική ανανεωτική πνοή της δεύτερης μεγάλης ακμής (1770-1820) είναι το μόνο μουσικό βιβλίο που στοιχείται αποκλειστικά σχεδόν στα παλαιά πρότυπα. Από μιαν άποψη, στέκεται στον αντίποδα της ανακαινιστικής πνοής εκφράζοντας περισσότερο το πνεύμα της συντηρητικής αναδίπλωσης στον χώρο του Πατριαρχείου, αλλά και του ίδιου του Ιακώβου, ο οποίος, όπως σημειώνει ο Χρύσανθος, "δεν έχαιρε τόσον εις νεωτερισμούς" (Θεωρητικό, σ. LΙ). Ωστόσο, επί της ουσίας δεν έμεινε καθόλου ανεπηρέαστο από τη γενικότερη αναγεννητική πνοή της περιόδου. Έτσι παρουσιάζεται στην πράξη εμπλουτισμένο με πολλά νεωτερικά στοιχεία, όπως οι συντμήσεις, οι καλλωπισμοί και η χρήση συχνά πολλών νεώτερων θέσεων. Αλλά και το όλο συνθετικό πνεύμα είναι στην ουσία νεωτερικό. Ο εμπνευσμένος αυτός συνδυασμός παλαιού και νέου υλικού έδωσε από την πρώτη στιγμή στο Δοξαστάριο τον χαρακτήρα του κλασικού. Με τα δεδομένα αυτά μπόρεσε γρήγορα να επιβληθεί στην πράξη και να προεκτείνει ως τις ημέρες μας ένα ζωντανό, μακραίωνο ψαλτικό ιδίωμα. Δεν είναι επομένως καθόλου τυχαίο ότι έχει αποκληθεί "στίλβωτρον" της καθ ημάς εκκλησιαστικής μουσικής, καθώς έχει ανανεώσει και εξωραΐσει δραστικά ένα τόσο παλαιό και εξαιρετικά ενδιαφέρον μουσικό υλικό.
Το Δοξαστάριο του Ιακώβου στην έντυπη μορφή του (Α' και Β' τόμος) περιέχει διακόσια εβδομήντα ένα (271) μέλη, στο σύνολό τους σχεδόν δοξαστικά (ορισμένα είναι στιχηρά Ιδιόμελα, όμως τα γvωστά Ιδιόμελα των Κυριακών της Μ. Τεσσαρακοστής, στιχηρά Προσόμοια και άλλα, όλα κατάλοιπα του Παλαιού Στιχηραρίου). Τα μέλη αυτά είναι κατανεμημένα σε όλους τους ήχους, με πυκνότητα όμως που ποικίλλει εντυπωσιακά. |