|
Επιστρέφεις στον τόπο που γεννήθηκες για να πεθάνεις, ένας άγραφος κανόνας της φύσης.
Η ιστορία απλή μεν, αλλά καθόλου μονοδιάστατη. Αποτυχημένος τσελίστας, μετά την διάλυση της ορχήστρας του, επιστρέφει στην πόλη που μεγάλωσε, πιάνοντας δουλειά σε γραφείο κηδειών. Συναντά τον πατέρα του, μετά από 30 χρόνια, πεθαμένο και προετοιμάζει ο ίδιος την «αναχώρησή» του. Βλέπουμε την εναλλαγή των αισθημάτων του Ντάιγκο και γινόμαστε μάρτυρες των επιλογών του, ταυτιζόμενοι στον υπερθετικό βαθμό, με τις πράξεις του.
Βλέπουμε το τρόπο που αντιμετωπίζει ο ήρωας την καινούργια του δουλειά, πως εμφανίζεται επιφυλακτικός, διστάζει να το αποδεχθεί, ντρέπεται και δε μιλάει γι΄ αυτό, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες της εκπαίδευσης. Νιώθει ενοχές, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό. Με το πέρασμα του χρόνου αποκτά αυτοπεποίθηση και στο τέλος περηφάνια και αυτοεκτίμηση. Παραμερίζοντας τα ψυχολογικά του κατάλοιπα από την παιδική του ηλικία (το θάνατο της μητέρας του) γίνεται περισσότερος «ανθεκτικός», όταν «επικοινωνεί» με τις οικογένειες που υπηρετεί επαγγελματικά , κάνοντάς τον να αγαπήσει με πάθος τη δουλειά.
Η γυναίκα του που τον ακολουθεί στην μικρή επαρχιακή πόλη, μόλις μαθαίνει για τη νέα του δουλειά, του κόβει «τα φτερά». Την θεωρεί υποτιμητική για τις δυνατότητές του και «μη κανονική». Τον προτρέπει να βρει μια φυσιολογική εργασία, γιατί αλλιώς θα τον εγκαταλείψει. Η απειλή της πραγματοποιείται. Ο Ντάιγκο που έχει ήδη έρθει σε σύγκρουση με τον εαυτό του, αντιμετωπίζει πλέον την διάλυση της οικογένειας και κατ? επέκταση προετοιμάζει τη σύγκρουσή του με την κοινωνία . Έχει απομονωθεί;
Σε ένα δύσκολο στάδιο της ζωής του και με το ρίσκο των επιλογών να βαραίνει τα πόδια του... η γυναίκα του επιστρέφει, όταν καταλαβαίνει πως η αγάπη της είναι δυνατότερη ενώ παράλληλα είναι και εγκυμονούσα. Αποδέχεται πλήρως την «παράξενη καριέρα» του, όταν μυείται και αυτή στο «μυστήριο» της «αναχώρησης» , παρακολουθώντας το ιερό τελετουργικό με κατάνυξη και δέος. Ο συζύγός της με αυτό που κάνει την «γεμίζει» και την ολοκληρώνει σαν προσωπικότητα, τελικά.
Το καθάρισμα του σώματος , το φτιασίδωμα και το ντύσιμο του νεκρού μπροστά στα μέλη της οικογένειας είναι μια δοκιμασία για όλους τους παρευρισκόμενους. ’λλοι μάλιστα το χαίρονται και διασκεδάζουν, χωρίς καθόλου να προσβάλλουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που «έφυγαν» από την έλλειψη δήθεν σοβαροφάνειας... Λίγο πριν την καύση του άψυχου σώματος, η παραδοσιακή τελετή θα αποδείξει πως η ύλη είναι το «ελάχιστο» και η ψυχή το «μέγιστον». Το αθάνατο πνεύμα, αν συμβιβαστείς φιλοσοφικά ότι διατηρείται αναλλοίωτο - παρά την αποτέφρωση � δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ψυχικής αγαλλίασης και ηθικής λύτρωσης, μιας αισιόδοξης προοπτικής για την άρρηκτη σχέση ζωής και θανάτου...
Αντιμετωπίζεται ο θάνατος σαν συνέχεια της ζωής, λιγότερο ωμά και περισσότερο ιδεαλιστικά, αρκετά εξευγενισμένα, θα έλεγα. Θα αντιληφτείτε και σεις πως τα σώματα και τα πρόσωπα που πέφτουν στα χέρια του ήρωα, είναι όλα πολύ πιο όμορφα και νέα από την πραγματικότητα. Ο σεβασμός, στις ψυχές που εγκαταλείπουν το σώμα του νεκρού δεν απομακρύνεται από εμβόλιμα κωμικά στοιχεία, που διανθίζουν τις τελετές. Διαθέτει βαθιά εσωτερικότητα και υπαρξιακό προβληματισμό χωρίς να εμφανίζεται μεγαλόσχημο από πομπώδεις λόγους. Συντονίζεται με ένα μαγικό ρυθμό , που σε απορροφά, μετρημένο, συνεκτικό, με λιτότητα που μόνο το ιαπωνικό σινεμά μπορεί να αποδώσει... Στέκεται πέρα από δογματισμούς σε θρησκείες και οι ερμηνείες στο ζήτημα της μεταθανάτιας ύπαρξης, παρά το τελετουργικό που υπόκειται σύμφωνα με τα ήθη κι έθιμα της τοπικής κοινωνίας της ’πω Ανατολής . Γιατί μερικές παραδοσιακές αξίες παραμένουν αναλλοίωτες από το χρόνο, αέναες στο περάσμά του από την κυριαρχία του υλισμού.
’Άξια καταχώρησης στην ανθολογία του παγκόσμιου σινεμά, η σκηνή «αναχώρησης» του πατέρα του. Η ταινία διανθίζεται και από άλλες μικρότερες ιστορίες, συμβάντα στη ζωής του, σα να βρίσκεται στο μέσο ενός κύκλου και εμείς να παρακολουθούμε εκστατικοί γύρω -γύρω τις διαπλεκόμενες εξελίξεις που θα δοκιμάσουν τα πιστεύω του και θα τον φέρουν πιο κοντά στην επικοινωνία με τους οικείους του. Χαρακτηριστική σκηνή επίσης εκείνη των λουτρών καθώς και η γνωριμία του με την ιδιοκτήτρια, την οποία αργότερα θα «περιποιηθεί» κι ο ίδιος. Όλα τα πρόσωπα που «αναχωρούν» συμβολίζουν κάτι, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, γι΄αυτό και παρουσιάζονται, ακόμα και ακραίες περιπτώσεις στα όρια του σουρρεαλισμού. Το παράδοξο και η εκκεντρικότητα των συμπτώσεων θυμίζουν χαρακτηριστικά αντίληψη Τακάσι Μιίκε και η δυτική αντίληψη στην σκηνοθετική φόρμα Ναρούζε ! |